This site uses cookies.
Some of these cookies are essential to the operation of the site,
while others help to improve your experience by providing insights into how the site is being used.
For more information, please see the ProZ.com privacy policy.
Freelance translator and/or interpreter, Verified site user
Data security
This person has a SecurePRO™ card. Because this person is not a ProZ.com Plus subscriber, to view his or her SecurePRO™ card you must be a ProZ.com Business member or Plus subscriber.
Affiliations
This person is not affiliated with any business or Blue Board record at ProZ.com.
English to Greek - Standard rate: 0.08 EUR per word / 23 EUR per hour Greek to English - Standard rate: 0.10 EUR per word / 30 EUR per hour French to Greek - Standard rate: 0.10 EUR per word / 30 EUR per hour
Source text - English Cancer anorexia and cachexia syndrome (CACS) is a multifactorial, paraneoplastic syndrome present in approximately 50% of cancer patients and is characterized by anorexia and involuntary loss of adipose tissue and skeletal muscle.This syndrome accounts for at least 20% of deaths in patients with cancer and significantly impairs their quality of life and response to antineoplastic therapies.[1] CACS is most prevalent in patients with tumors of the lung and gastrointestinal tract.[2-6] Muscle wasting is the most important phenotypic feature of CACS and the principal cause of impairment of function, fatigue, and respiratory complications. Hyperactivation of muscle proteolytic pathways may contribute to the cachectic state.[1] Most therapeutic strategies for the treatment of CACS have had limited success.[7] Of all the drugs studied to date, only two types, corticosteroids and progestins, have consistently demonstrated benefit in multiple, randomized, controlled clinical trials.[7] However, the most appropriate dosing regimens have not been established and their use is associated with significant side effects.Consequently, a medical need remains for safe and effective anabolic agents for the treatment of the muscle wasting associated with cancer in the patient population most at risk for CACS.
Study Design:
This is an open-label study of a combination of formoterol (dose-escalated in sequential cohorts) and roxithromycin (fixed dose) as an adjunct to megestrol acetate in patients with advanced non-small cell lung cancer (NSCLC). The table below shows the dose-escalation scheme for sequential patient cohorts. Each cohort will enroll six eligible subjects. An initial safety assessment will be made after all six subjects in a cohort have completed dosing through Day 1 of Week 4. If the dose-escalation stopping rules are met at this initial dose, the study will terminate. If the dose-escalation stopping rules are not met, the six subjects in that cohort will continue through Week 9, and screening will begin for the subsequent cohort. Formoterol dose-escalation will continue by cohort until a dose level of formoterol is given that meets the dose-escalation stopping rules or until the highest planned dose of formoterol (160 µg bid) is given. If dose-escalation stopping rules are met, then six additional subjects will be enrolled (Cohort 5) to confirm the apparent maximum tolerated dose (MTD) at the next lower dose and provide additional safety data at this dose level for a longer duration of treatment (12 weeks). If dose-escalation stopping rules are not met, six additional subjects will be evaluated (Cohort 5) at the highest planned dose of formoterol (160 µg bid). The study design is illustrated in Figure 1 and the overall schedule of assessments are provided in Table 2.
Translation - Greek Το σύνδρομο καρκινικής ανορεξίας και καχεξίας (CACS) είναι ένα πολυπαραγοντικό, παρανεοπλασματικό σύνδρομο, που βρίσκεται σε περίπου 50% των καρκινικών ασθενών και χαρακτηρίζεται από ανορεξία και ακούσια απώλεια λιπώδους ιστού και σκελετικού μυός. Το σύνδρομο αυτό είναι υπεύθυνο για τουλάχιστον 20% των θανάτων σε ασθενείς με καρκίνο και ελαττώνει σημαντικά την ποιότητα της ζωής τους και την απάντηση σε αντινεοπλασματικές θεραπείες.[1] Το CACS είναι πλέον διαδεδομένο στους ασθενείς με όγκους του πνεύμονα και της γαστρεντερικής οδού. [2-6] Απώλεια μυών είναι το πιο σημαντικό φαινοτυπικό χαρακτηριστικό του CACS και η κύρια αιτία εξασθένισης των λειτουργιών, κόπωσης και αναπνευστικών επιπλοκών. Η υπερενεργοποίηση των μυϊκών πρωτεολυτικών οδών μπορεί να συμβάλει στην κατάσταση καχεξίας.[1] Οι περισσότερες θεραπευτικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση του CACS είχαν περιορισμένη επιτυχία.[7] Από όλα τα φάρμακα που έχουν μελετηθεί ως σήμερα, μόνο δύο τύποι, τα κορτικοστεροειδή και τα προγεσταγόνα, έχουν επιδείξει με συνέπεια όφελος σε πολλαπλές, τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές.[7] Εντούτοις, δεν έχουν στανταριστεί τα πιο κατάλληλα δοσολογικά σχήματα και η χρήση τους σχετίζεται με σημαντικές παρενέργειες. Συνεπώς, παραμένει η ιατρική αναγκαιότητα για ασφαλείς και αποτελεσματικούς αναβολικούς παράγοντες για τη θεραπεία της απώλειας μυών που συνδέεται με τον καρκίνο, στον πληθυσμό των ασθενών που βρίσκονται περισσότερο σε κίνδυνο να αναπτύξουν CACS.
Σχεδιασμός Μελέτης:
Είναι μια ανοιχτή μελέτη ενός συνδυασμού φορμοτερόλης (με κλιμάκωση δόσης σε διαδοχικές ομάδες) και ροξιθρομυκίνης (σταθερή δόση) ως συμπλήρωμα της οξεικής μεγεστρόλης σε ασθενείς με προχωρημένο μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC). Ο κάτωθι πίνακας δείχνει το σχέδιο κλιμάκωσης της δόσης για διαδοχικές ομάδες ασθενών.
Κάθε ομάδα θα περιλάβει έξι κατάλληλα άτομα. Μια αρχική αξιολόγηση της ασφάλειας θα γίνει αφού και τα έξι άτομα σε μια ομάδα έχουν ολοκληρώσει τη λήψη της δόσης ως τη μέρα 1 της Εβδομάδας 4. Αν ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις διακοπής της κλιμάκωσης της δόσης σε αυτή την αρχική δόση, η μελέτη θα τερματιστεί. Αν δεν ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις διακοπής της κλιμάκωσης της δόσης, τα έξι άτομα αυτής της ομάδας θα συνεχίσουν ως την εβδομάδα 9, και η διαλογή θα αρχίσει για την επόμενη ομάδα. Η κλιμάκωση της δόσης της φορμοτερόλης θα συνεχιστεί κατά ομάδα, μέχρι να χορηγηθεί ένα επίπεδο δόσης φορμοτερόλης, που θα ικανοποιεί τις προϋποθέσεις διακοπής της κλιμάκωσης της δόσης ή μέχρι να χορηγηθεί η υψηλότερη προγραμματισμένη δόση φορμοτερόλης (160μg δύο φορές τη μέρα). Αν ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις διακοπής της κλιμάκωσης της δόσης, τότε θα χρησιμοποιηθούν έξι πρόσθετα άτομα (ομάδα 5), για να επιβεβαιώσουν ότι η προφανής μέγιστη ανεκτή δόση (MTD) είναι η επόμενη χαμηλότερη δόση και να προσφέρουν πρόσθετα δεδομένα ασφάλειας σε αυτό το επίπεδο δόσης για μακρύτερη διάρκεια θεραπείας (12 εβδομάδες). Αν δεν ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις διακοπής της κλιμάκωσης της δόσης, έξι πρόσθετα άτομα θα αξιολογηθούν (ομάδα 5) στην μέγιστη προγραμματισμένη δόση φορμοτερόλης (160 µg δύο φορές τη μέρα). Ο σχεδιασμός της μελέτης απεικονίζεται στο σχήμα 1 και το γενικό πρόγραμμα αξιολογήσεων παρέχεται στον Πίνακα 2.
French to Greek: Anesthésie loco-régionale
Source text - French L'universalité de l'expérience de la douleur ne fait aucun doute, comme en témoignent aussi bien des documents anciens [62] que l'intérêt qui y est porté par les médias. La douleur a eu et a encore des signi¬fications différentes selon les époques et les civilisa¬tions. Mais, au-delà de ces différences, la douleur suscite toujours des interrogations sur les rapports du corps et de l'esprit (ou de l'âme, du sujet,...) en ce sens qu'elle renvoie celui qui en souffre à la réalité charnelle et donc périssable de son corps. Ceci est d'autant plus pénible aux patients que, de nos jours, la désocialisation moderne a conduit les gens à surin¬vestir leur corps comme un capital à préserver et à faire fructifier [39]. Souffrance et douleur vont souvent de pair mais n'en sont pas pour autant syno¬nymes. Dire « je souffre » met l'accent sur le sujet (« je ») alors que dire « j'ai mal » souligne la présence d'un « supplément » (la douleur en tant que présenti¬fication du corps habituellement absent [40]), d'un « objet » quantifiable dont il serait possible de se débarrasser, ce que réclament effectivement bon nombre de patients.
………………………………………….
COMPOSANTES DE L'EXPÉRIENCE DOULOUREUSE
Dans toute douleur, quels qu'en soient le méca¬nisme et la cause, il est possible par un simple inter¬rogatoire, de reconnaître quatre composantes.
La composante sensori-discriminative corres¬pond à la sensation. Elle peut être évaluée par des questions du type :
— à quoi ressemble la douleur (piqûre, crampe, brûlure, déchirure, colique...) ? Cette reconnaissance nécessite bien entendu d'avoir des références, qu'elles soient personnelles ou qu'elles aient été observées sur des proches ;
— où est-elle localisée (quelle partie du corps, quelle étendue, superficielle, profonde...) ? Cette localisation est un élément important de séméiologie;
— qu'est ce qui l'aggrave ou la soulage (caractère mécanique ou inflammatoire, point douloureux exquis, zone gâchette, influence du temps, de la fatigue, du stress...) ?
La composante affective et émotionnelle corres¬pond à la façon dont le patient la ressent : suppor¬table ou intolérable, désagréable, gênante, épui¬sante... C'est elle qui conduit le patient à consulter pour tenter de se soustraire à la douleur. Cette composante prend le devant dans la plainte doulou¬reuse chronique et est particulièrement prononcée dans les douleurs psychogènes.
La composante cognitive correspond à la réacti¬vation d'un certain nombre de croyances — tous les patients ont une idée sur la cause, les mécanismes et éventuellement la thérapeutique — et à la significa¬tion que le patient accorde à sa douleur. Elle fait appel aux acquis éducatifs, culturels et sociaux.
La composante comportementale correspond à la façon dont le patient exprime sa douleur. Elle dépend de nombreux facteurs qui tiennent tant à la douleur qu'au patient et qu'au destinataire de la plainte.
Translation - Greek Η καθολικότητα της εμπειρίας του πόνου είναι αναμφίβολη, όπως αποδεικνύεται τόσο από αρχαία κείμενα[62] όσο και από το ενδιαφέρον που αποδίδουν σε αυτόν σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο πόνος είχε και εξακολουθεί να έχει ποικίλες σημασίες στις διάφορες εποχές και στους διάφορους πολιτισμούς. Παρά όμως αυτές τις διαφορές, ο πόνος εξακολουθεί να προκαλεί πάντοτε ερωτήματα αναφορικά με το σώμα και το πνεύμα (ή με την ψυχή, το υποκείμενο...) καθώς παραπέμπει αυτόν που υποφέρει στην πραγματικότητα της σάρκας και στο φθαρτό του σώματος. Αυτό είναι ακόμα πιο οδυνηρό για τους ασθενείς στις μέρες μας, καθώς η σύγχρονη αλλοτρίωση έχει οδηγήσει τους ανθρώπους στο να “υπερεπενδύουν” στο σώμα τους σαν σε ένα κεφάλαιο που πρέπει να διατηρηθεί και να καρποφορήσει[39]. Το να υποφέρεις και να πονάς πάνε συχνά μαζί, ωστόσο δεν είναι συνώνυμα. Όταν λες “εγώ υποφέρω” τοποθετείς το βάρος στο υποκείμενο (εγώ) ενώ λέγοντας “εγώ πονάω” υπογραμμίζεις την παρουσία ενός “συμπληρώματος” (ο πόνος ως η αντικειμενοποίηση του συνήθως απόντος σώματος[40]), ενός αντικειμένου ποσοτικά προσδιορίσιμου, το οποίο είναι δυνατό να ξεπεραστεί, και είναι αυτή η υπέρβαση που ζητάν πράγματι οι περισσότεροι ασθενείς.
………………………………………………..
Συνιστώσες της εμπειρίας του πόνου.
Σε κάθε πόνο, οποιοσδήποτε και αν είναι ο μηχανισμός και η αιτία, είναι εφικτό να αναγνωρίσουμε τέσσερα συστατικά με ένα απλό ερωτηματολόγιο.
Η αισθητική επικριτική συνιστώσα αντιστοιχεί στην αίσθηση. Μπορεί να εκτιμηθεί με βάση ερωτήσεις του τύπου:
σε τι μοιάζει ο πόνος (τσίμπημα, κράμπα, έγκαυμα, σκίσιμο, κολικός) . Αυτή η αναγνώριση εξυπακούεται πως προϋποθέτει την ύπαρξη εμπειριών αναφορά, οι οποίες είναι προσωπικές ή έχουν γίνει αντιληπτές από τους συγγενείς.
που είναι εντοπισμένος.(ποιο τμήμα του σώματος, που επεκτείνεται, αν είναι επιφανειακός ή εν τω βάθει...); Αυτή η εντόπιση είναι σημαντικό στοιχείο σημειολογίας.
Τι τον επιδεινώνει ή τον ανακουφίζει (χαρακτήρας μηχανικός ή φλεγμονώδης, ακριβές επώδυνο σημείο, πυροδοτούσα περιοχή, επίδραση του χρόνου, της κόπωσης, του στρες...);
Η συναισθηματική-συγκινησιακή συνιστώσα αντιστοιχεί στον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής αισθάνεται τον πόνο: Αυτή η συνιστώσα αποκτά πρωταρχική θέση στο χρόνιο πόνο και είναι ιδιαιτέρως εμφανής στην περίπτωση ψυχογενών πόνων.
Η γνωστική συνιστώσα αντιστοιχεί στην επανεμφάνιση ορισμένων αντιλήψεων -όλοι οι ασθενείς έχουν γνώμη πάνω στη αιτία, τους μηχανισμούς και τελικά τη θεραπευτική- και στη σημασία που ο ασθενής αποδίδει στον πόνος του . Αυτή η συνιστώσα βασίζεται σε μορφωτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές εμπειρίες.
Η συμπεριφορική συνιστώσα αντιστοιχεί στον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής εκφράζει τον πόνο του. Εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες που σχετίζονται εξίσου με τον πόνο, με τον ασθενή και με τον αποδέκτη του παραπόνου.
More
Less
Translation education
Other - University of Cambridge
Experience
Years of experience: 3. Registered at ProZ.com: May 2006.