Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
equity
Greek translation:
ίδια κεφάλαια
Added to glossary by
Vicky Papaprodromou
May 11, 2005 22:24
19 yrs ago
10 viewers *
English term
equity
English to Greek
Bus/Financial
Finance (general)
banks
"Notwithstanding §11 Ordinance on Accounting for Banks, the deferred interest for subordinated liabilities and subordinated bonds is shown in the balance sheet item “Other liabilities”, as Principle I-relevant liable equity does not provide for offsetting of interest."
"The Bank’s equity contains a silent partner contribution of XXXXX amounting to € 40,000,000."
Any ideas? :?
"The Bank’s equity contains a silent partner contribution of XXXXX amounting to € 40,000,000."
Any ideas? :?
Proposed translations
(Greek)
4 +6 | ίδια κεφάλαια | Vicky Papaprodromou |
4 +3 | ΔΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ: | Assimina Vavoula |
Proposed translations
+6
26 mins
Selected
ίδια κεφάλαια
[Equity ]
Iδια κεφάλαια. Η καθαρή θέση μιας επιχείρησης που αποτελείται από το μετοχικό κεφάλαιο, τα αποθεματικά από συμμετοχές ή από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, τα παρακρατηθέντα κέρδη και καμιά φορά ορισμένα αποθετικά.
1. Τα κοινά ίδια κεφάλαια (common equity) είναι εκείνο το τμήμα της συνολικής καθαρής θέσης που ανήκει στους κατόχους των κοινών μετοχών.
2. Τα συνολικά ίδια κεφάλαια (total equity) περιλαμβάνουν και τις προνομιούχες μετοχές.
Οι όροι καθαρή θέση (net worth) και κοινά ίδια κεφάλαια χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά.
ΛΕΞΙΚΟ ΑΚΡΙΒΑΚΗ
Iδια κεφάλαια. Η καθαρή θέση μιας επιχείρησης που αποτελείται από το μετοχικό κεφάλαιο, τα αποθεματικά από συμμετοχές ή από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, τα παρακρατηθέντα κέρδη και καμιά φορά ορισμένα αποθετικά.
1. Τα κοινά ίδια κεφάλαια (common equity) είναι εκείνο το τμήμα της συνολικής καθαρής θέσης που ανήκει στους κατόχους των κοινών μετοχών.
2. Τα συνολικά ίδια κεφάλαια (total equity) περιλαμβάνουν και τις προνομιούχες μετοχές.
Οι όροι καθαρή θέση (net worth) και κοινά ίδια κεφάλαια χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά.
ΛΕΞΙΚΟ ΑΚΡΙΒΑΚΗ
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Ευχαριστώ πολύ! Και τα δύο είναι σωστά, αλλά σε αυτή την περίπτωση ισχύει το πρώτο. :) Να'στε καλά!"
+3
6 hrs
ΔΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ:
1)κοινή μετοχή ,
2)τίτλοι μετοχικού κεφαλαίου ,
Γλωσσάριο Oικονομίας
Γ.Mαραγκός,με βάση το γλωσσάριο στατιστ.όρων K.A.Aθανασιάδη
3)καθαρά αξία κτήματος, κοινή μετοχή (A-share, common share, common stock, ordinary share, ordinary stock), επιείκεια (clemency, fairness, indulgence, lenience, lenity), αμεροληψία (candor, candour, impartiality, objectivity), τίτλοι μετοχικού κεφαλαίου (A-share, common share, common stock, ordinary share, ordinary stock), δικαιοσύνη (fairness, judicature, justice).
Equity
Noun
1. The difference between the market value of a property and the claims held against it.
2. The ownership interest of shareholders in a corporation.
3. Conformity with rules or standards; "the judge recognized the fairness of my claim".
--------------------------------------------------
Note added at 6 hrs 58 mins (2005-05-12 05:22:33 GMT)
--------------------------------------------------
Σύμφωνα με Λεξικό Χρυσοβιτσιώτη έχουμε¨
equity = δικαιοσύνη, τιμιότης, δίκαιο
1)(Αγγλία - ΗΠΑ): α)σύστημα αρχών που βασίζεται στην περί δικαίου και τιμιότητας αντίληψη. Εφαρμόζονται για την ρύθμιση διαφορών, ακόμη και σε βάρος των κανόνων του γραπτού δικαίου β) ευθυδικία. Απονομή δικαιοσύνης σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο.
2) Η καθαρή αξία περιουσίας ή δικαιώματος, π.χ. η καθαρή αξία της περιουσίας μίας επιχείρησης είναι η καθαρή θέση δηλ. η διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού της
3) (Τραπ.) Το περιθώριο μεταξύ των εξασφαλίσεων ενός δανείου (σε τρέχουσες τιμές) και του ποσού του δανείου.
4) (πληθ.) κοινές μετοχές
2)τίτλοι μετοχικού κεφαλαίου ,
Γλωσσάριο Oικονομίας
Γ.Mαραγκός,με βάση το γλωσσάριο στατιστ.όρων K.A.Aθανασιάδη
3)καθαρά αξία κτήματος, κοινή μετοχή (A-share, common share, common stock, ordinary share, ordinary stock), επιείκεια (clemency, fairness, indulgence, lenience, lenity), αμεροληψία (candor, candour, impartiality, objectivity), τίτλοι μετοχικού κεφαλαίου (A-share, common share, common stock, ordinary share, ordinary stock), δικαιοσύνη (fairness, judicature, justice).
Equity
Noun
1. The difference between the market value of a property and the claims held against it.
2. The ownership interest of shareholders in a corporation.
3. Conformity with rules or standards; "the judge recognized the fairness of my claim".
--------------------------------------------------
Note added at 6 hrs 58 mins (2005-05-12 05:22:33 GMT)
--------------------------------------------------
Σύμφωνα με Λεξικό Χρυσοβιτσιώτη έχουμε¨
equity = δικαιοσύνη, τιμιότης, δίκαιο
1)(Αγγλία - ΗΠΑ): α)σύστημα αρχών που βασίζεται στην περί δικαίου και τιμιότητας αντίληψη. Εφαρμόζονται για την ρύθμιση διαφορών, ακόμη και σε βάρος των κανόνων του γραπτού δικαίου β) ευθυδικία. Απονομή δικαιοσύνης σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο.
2) Η καθαρή αξία περιουσίας ή δικαιώματος, π.χ. η καθαρή αξία της περιουσίας μίας επιχείρησης είναι η καθαρή θέση δηλ. η διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού της
3) (Τραπ.) Το περιθώριο μεταξύ των εξασφαλίσεων ενός δανείου (σε τρέχουσες τιμές) και του ποσού του δανείου.
4) (πληθ.) κοινές μετοχές
Peer comment(s):
agree |
flipendo
8 mins
|
Ευχαριστώ.
|
|
agree |
Eftychia Stamatopoulou
42 mins
|
Ευχαριστώ και καλή σου μέρα
|
|
agree |
Vasso Kokoti
: Πώς θα μεταφράζατε τη φράση "Third Party Equity "
2925 days
|
Something went wrong...