Glossary entry

English term or phrase:

novatee

Greek translation:

αντικαταστάτης συμβαλλομένου σε σύμβαση

Added to glossary by Angeliki Papadopoulou
Jun 5, 2007 10:44
17 yrs ago
3 viewers *
English term

novatee

English to Greek Law/Patents Law: Contract(s) supply agreement
a person includes its successors and permitted assignees, transferees or novatees.
Change log

Jun 6, 2007 20:23: Angeliki Papadopoulou Created KOG entry

Proposed translations

+3
7 mins
Selected

Χρεώστης από αντικατάσταση/υποκατάσταση

...με τη συγκατάθεση των πιστωτών

κατά Χρυσοβιτσιώτη

--------------------------------------------------
Note added at 3 hrs (2007-06-05 14:17:17 GMT)
--------------------------------------------------

Δεν είναι απαραίτητα χρεώστης, όπως παρατηρεί η Νάντια, είναι οποιοσδήποτε αντικαθιστά έναν συμβαλλόμενο σε μία σύμβαση.
Peer comment(s):

agree Assimina Vavoula
3 mins
Ευχαριστώ, Μίνα
agree Vicky Papaprodromou
41 mins
Ευχαριστώ σας, Βίκυ
agree Katerina Athanasaki
2 hrs
Ευχαριστώ, Κατερίνα.
neutral Nadia-Anastasia Fahmi : Δεν είναι απαραίτητα χρεώστης ο novatee, είναι οποιοσδήποτε αντικαθιστά έναν συμβαλλόμενο σε μία σύμβαση.
3 hrs
Δίκιο έχεις. Είδα και το ποστ της Βαλεντίνης και συμφωνώ
Something went wrong...
4 KudoZ points awarded for this answer.
+1
28 mins

αντικατάσταση (χρεωστικού ή πιστωτικού συμβαλλόμενου) μέρους

αντικατάσταση ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη μίας σύμβασης κατόπιν συναίνεσης τόσο των αρχικών συμβληθέντων όσο και του ατόμου που αντικαθίσταται (χρεωστής ή πιστωτής) και συνεπάγεται τη μεταβίβαση τόσο των δικαιωμάτων όσο και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση.
Peer comment(s):

agree Nadia-Anastasia Fahmi : αντικατάσταση ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη σ’ ένα συμβόλαιο ή συμφωνητικό
2 hrs
Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search